ὑπέρφλοια

ὑπέρφλοια
ὑπέρφλοιος
luxuriant
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπέρφλοιος — ον, Α χυμώδης, ζουμερός («ὑπέρφλοια μῆλα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φλοιός «χυμός» (< φλέω «είμαι γεμάτος, μεστός»). Ο τ. πιθ. πρέπει να διαβαστεί ὑπέρφλοα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”